- αποδρομή
- ἀποδρομή, η (Μ) [δρομή]η παρέκκλιση από την ευθεία οδόνεοελλ.επίρρ. απόδρομο και απόδρομαμακριά από τον δρόμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδρομή — harbour of refuge fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδρομαῖς — ἀποδρομή harbour of refuge fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδρομῆς — ἀποδρομή harbour of refuge fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδρομήν — ἀποδρομή harbour of refuge fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημικρανία — Νόσος που χαρακτηρίζεται από δυνατό και επαναλαμβανόμενο πόνο συνήθως στη μια πλευρά του κεφαλιού, που επιδεινώνεται από το φως και συνοδεύεται πολύ συχνά από αίσθημα ναυτίας, εμετό και αίσθημα δυνατών παλμών στο κεφάλι. Οι κρίσεις η. διαρκούν… … Dictionary of Greek